Greek Meaning of embrittled
εύθραυστος
Other Greek words related to εύθραυστος
Nearest Words of embrittled
Definitions and Meaning of embrittled in English
embrittled
to become brittle, to make brittle
FAQs About the word embrittled
εύθραυστος
to become brittle, to make brittle
εύθραυστος,Κροκαλένια,κοντός,τραγανό,τραγανός,εύθρυπτος,ασταθής,φολιδωτός,εύθραυστος,εύθρυπτος
ελαστικός,ευέλικτος,ανθεκτικός,δυνατός,εύκαμπτος, εύπλαστος,εύκαμπτος, εύπλαστος,γερός,σκληρός
embrangling => μπλέκεται, embrangled => Μπερδεμένος, embraceable => αγκαλιάζω, embowering => σκιερός, embowered => σκιασμένος,