Greek Meaning of embosoming

περιπτυσσόμενος

Other Greek words related to περιπτυσσόμενος

Definitions and Meaning of embosoming in English

embosoming

to shelter closely, to take into or place in the bosom

FAQs About the word embosoming

περιπτυσσόμενος

to shelter closely, to take into or place in the bosom

περικλείω,περιβαλλόμενος,Κάλυμμα,περιτύλιγμα,κόρφος,Περίπτερο,κυκλοφορούντος,Συγκάλυψη,κουρτίνα,ενσωμάτωση

εκθέτοντας,εκθέτω,απόσυρση,αποψίλωση

embosomed => περιτριγυρισμένος, emboldens => ενθαρρύνει, embodiments => ενσωματώσεις, embodies => ενσωματώνει, embodiers => ενσωματωτές,