Greek Meaning of shrouding

Κάλυμμα

Other Greek words related to Κάλυμμα

Definitions and Meaning of shrouding in English

Webster

shrouding (p. pr. & vb. n.)

of Shroud

Webster

shrouding (n.)

The shrouds. See Shroud, n., 7.

FAQs About the word shrouding

Κάλυμμα

of Shroud, The shrouds. See Shroud, n., 7.

απόκρυψη,κάλυψη,κρύβοντας,σκοτεινός,διαψεύδοντας,κουβέρτα,αποκλεισμός,ταφή,Καμουφλάζ,μεταμφιέζοντας

εκθέτοντας,Αποκάλυψη,Εμφανίζοντας,αποκάλυψη,εκθέτω,αποκαλυπτικός,δείχνει,αποκάλυψη,παρουσιάζοντας,clarifying

shrouded => καλυμμένος, shroud => σάβανο, shropshire => Σρόπσαϊρ, shrood => σάβανο, shroffage => Τέλος ανταλλαγής,