Greek Meaning of publicizing

δημοσιοποίηση

Other Greek words related to δημοσιοποίηση

Definitions and Meaning of publicizing in English

Wordnet

publicizing (n)

the business of drawing public attention to goods and services

FAQs About the word publicizing

δημοσιοποίηση

the business of drawing public attention to goods and services

προώθηση,πώληση,διαφημίσεις,ανακοινώνω,διαφημιστικός,-,ρίχνω,Συνδέοντας,διαφήμιση,επευφημούν

απόκρυψη,σιωπηρή,κατασταλτικός,παρακράτηση,υπενθύμιση,συρριγμός,ανάκληση,σιωπή (πάνω),αναίρεση

publicized => δημοσιοποιημένο, publicize => διαφημίζω, publicity pamphlet => διαφημιστικό φυλλάδιο, publicity man => πραιτοριανός, publicity => διαφήμιση,