Greek Meaning of hyping
-
Other Greek words related to -
- Επιταχυνόμενος
- αυξανόμενος
- ενίσχυση
- επεκτεινόμενος
- αυξανόμενο
- ανατροφή
- υπερβολικός
- ενίσχυση
- σύνθετη
- ενισχυτικό
- διευρύνων
- εκτίνω
- εντατικοποίηση
- μεγιστοποίηση
- πολλαπλασιαστής
- ενδυνάμωση
- Οίδημα
- προσθήκη (προς)
- Κατασκευή
- κλιμακωτή
- Άντληση
- ενισχύοντας
- πυροδότηση
- συμπληρώνοντας
- αυξάνοντας
- συσσωρεύοντας
- συσσωρεύοντας
- εκρήγνυται
- Ανθηρός
- συλλογή
- υπό ανάπτυξη
- διαστολικός
- διαστελλόμενος
- επιμήκυνξη
- Ύψος
- φουσκώνω
- άλμα
- επιμήκυνση
- μεγεθυντικός
- stretching
- ενισχύοντας
- χτύπημα (πάνω)
- συμπληρωματικός
- σχέδιο
- σάρκωση
- παρατείνοντας
- παράταση
- τριχράκι (πάνω)
- αυξανόμενο
- ενισχυτικός
- εκτοξευόμενος
- σπάικινγκ
- Υπερμεγέθυνση
Nearest Words of hyping
- hypervigilant => υπερβολική επαγρύπνηση
- hyperventilating => υπεραερισμός
- hyperventilated => Υπεραερίζεται
- hypertense => Υπερτασικός
- hypersensitiveness => υπερευαισθησία
- hypermnesia => Υπερμνησία
- hypermasculine => Υπεράνδρας
- hyperintelligent => υπερευφυής
- hyperintellectual => υπερδιανοούμενος
- hyperfastidious => υπερβολικά σχολαστικός
Definitions and Meaning of hyping in English
hyping
to promote or publicize extravagantly, excellent, cool, deception, put-on, promotional publicity of an extravagant or contrived kind, hypodermic, stimulate, enliven, put on, deceive, publicity, a narcotics addict, increase
FAQs About the word hyping
-
to promote or publicize extravagantly, excellent, cool, deception, put-on, promotional publicity of an extravagant or contrived kind, hypodermic, stimulate, enl
Επιταχυνόμενος,αυξανόμενος,ενίσχυση,επεκτεινόμενος,αυξανόμενο,ανατροφή,υπερβολικός,ενίσχυση,σύνθετη,ενισχυτικό
φθίνων,φθίνων,μείωση προσωπικού,φθίνουσα,μείωση,χαμήλωμα,μειώνοντας,αφαίρεση (από),μειούμενου,σύντμηση
hypervigilant => υπερβολική επαγρύπνηση, hyperventilating => υπεραερισμός, hyperventilated => Υπεραερίζεται, hypertense => Υπερτασικός, hypersensitiveness => υπερευαισθησία,