Greek Meaning of enhancing

ενισχυτικό

Other Greek words related to ενισχυτικό

Definitions and Meaning of enhancing in English

Webster

enhancing (p. pr. & vb. n.)

of Enhance

FAQs About the word enhancing

ενισχυτικό

of Enhance

Βελτιούμενος,βελτιωτικό,τροποποίηση,βελτίωση,εμπλουτίζων,βοηθητικός,τελειοποίηση,διύλιση,επανορθωτικό,αποκατάσταση

επιζήμιος,βλαβερός,πονώντας,βλαπτική,βλαβερό,μειώνοντας,κακομαθαίνω,θάμπωμα,Επιδεινώνοντας,καταστροφικός

enhancer => ενισχυτής (m), enhancement => βελτίωση, enhanced => βελτιωμένο, enhance => βελτιώνω, enhalo => άλως,