Greek Meaning of enhalo
άλως
Other Greek words related to άλως
Nearest Words of enhalo
Definitions and Meaning of enhalo in English
enhalo (v. t.)
To surround with a halo.
FAQs About the word enhalo
άλως
To surround with a halo.
δοκάρι,νικήσει (κάτω),φάρος,φωτίζω,φωτοστέφανος,Επισημαίνω,φως,ανοίγω,εκπέμπω,λάμψις
μαύρισμα,εξώφυλλο,σκουraίνει,αχνός,βαρετό,θολώνω,ασαφής,σβήνω,πέπλο,σβήνω
engyn => κινητήρας, engulfment => κατάσχεση, engulfing => Καταπιείτε, engulfed => καταπιεί, engulf => καταπιείν,