Greek Meaning of rectifying
διορθωτική
Other Greek words related to διορθωτική
Nearest Words of rectifying
- rectifying tube => Επανορθωτικός σωλήνας
- rectifying valve => Διόρθωση βαλβίδας
- rectilineal => Ευθύγραμμος
- rectilinear => Ευθύγραμμος
- rectilinear regression => γραμμική παλινδρόμηση
- rectilinearity => ευθύτητα
- rectilineous => ευθύγραμμος
- rectinerved => Διχαστόνευρος
- rection => αντίδραση
- rectirostral => Ευθυρρινκον
Definitions and Meaning of rectifying in English
rectifying (p. pr. & vb. n.)
of Rectify
FAQs About the word rectifying
διορθωτική
of Rectify
επωφελής,Διπλωματικός,μεταρρυθμιστικός,επανορθωτικό,τροποποιητικός,αναμορφωτήριο,διορθωτικός,θεραπευτική,θεραπευτικός,χρήσιμος
επιζήμιος,βλαβερός,πονώντας,βλαπτική,βλαβερό,κακομαθαίνω,επιδεινούμενος,φθορά,Επιδεινώνοντας
rectify => διορθώνω, rectifier => ανορθωτής, rectified => διορθωμένο, rectificator => Ανορθωτής, rectification => διόρθωση,