FAQs About the word rectifying valve

Διόρθωση βαλβίδας

a thermionic tube having two electrodes; used as a rectifier

No synonyms found.

No antonyms found.

rectifying tube => Επανορθωτικός σωλήνας, rectifying => διορθωτική, rectify => διορθώνω, rectifier => ανορθωτής, rectified => διορθωμένο,