FAQs About the word amendatory

τροποποιητικός

effecting amendmentSupplying amendment; corrective; emendatory.

επωφελής,Διπλωματικός,μεταρρυθμιστικός,θεραπευτικός,χρήσιμος,διορθωτική,αναμορφωτήριο,διορθωτικός,επανορθωτικό,επανορθωτικός

No antonyms found.

amendable => παραμετροποιήσιμος, amend => τροποποιώ, amenance => απειλή, amenage => Επιπλώστε, amenably => φιλικά,