Greek Meaning of amended
τροποποιημένος
Other Greek words related to τροποποιημένος
- βελτιωμένο
- βελτιωμένη
- βελτιωμένος
- βελτιωμένος
- εμπλουτισμένο
- βοήθησε
- τελειοποιημένος
- εκλεπτυσμένος
- Διορθωμένο
- αναθεωρημένο
- αποκατεστημένος
- αναβαθμισμένος
- ενισχυμένο
- διορθωμένο
- <br> επεξεργασμένο<br>
- διορθωμένο
- πρόστιμο
- οχυρωμένος
- εντατικοποιημένος
- βελτιωμένο
- γυαλισμένο
- διορθωμένο
- μεταρρυθμισμένος
- αποκατεστημένος
- ενισχυμένη
- Ενισχυμένο
- καλά ρυθμισμένο
- Επανασχεδιάστηκε
- ενισχυμένο
- ανακαινισμένο
- επιδιορθωμένο
- ανανεωμένο
- επανεξετασμένο
Nearest Words of amended
Definitions and Meaning of amended in English
amended (a)
of legislation
amended (s)
modified for the better
amended (imp. & p. p.)
of Amend
FAQs About the word amended
τροποποιημένος
of legislation, modified for the betterof Amend
βελτιωμένο,βελτιωμένη,βελτιωμένος,βελτιωμένος,εμπλουτισμένο,βοήθησε,τελειοποιημένος,εκλεπτυσμένος,Διορθωμένο,αναθεωρημένο
κατεστραμμένος,βλάβη,πόνος,εξασθενημένος,τραυματισμένος,μειωμένη,ακυρωμένος,επιδεινώθηκε,κατεστραμμένο,παραμορφωμένος
amende => πρόστιμο, amendatory => τροποποιητικός, amendable => παραμετροποιήσιμος, amend => τροποποιώ, amenance => απειλή,