Greek Meaning of edited
<br> επεξεργασμένο<br>
Other Greek words related to <br> επεξεργασμένο<br>
- τροποποιημένος
- συνταγμένος
- εκτυπωμένο
- δημοσιευμένα
- διαβάζω
- Επανασχεδιάστηκε
- αναθεωρημένο
- επανεξετασμένο
- σχολιασμένο
- γυαλισμένο
- επανεκδόθηκε
- ανανεωμένο
- συντομευμένο
- ανθολογημένο
- συλλεγέν
- διορθωμένο
- διορθωμένο
- διορθωμένο
- απορροφημένος
- ελεγμένο γεγονός
- εκδόθηκε
- τελειοποιημένος
- αντιγραμμένο
- διορθωμένο
- πειραγμένο
- Εγγεγραμμένος
- υποεπιμέλεια
- τροποποιημένο
Nearest Words of edited
- edith cavell => Ίντιθ Κάβελ
- edith giovanna gassion => Έντιθ Τζιοβάνα Γκάσιον
- edith louisa cavell => Έντιθ Λουίζα Κάβελ
- edith newbold jones wharton => Έντιθ Νιούμπολντ Τζόουνς Γουάρτον
- edith piaf => Εντίθ Πιαφ
- edith wharton => Έντιθ Γουάρτον
- editing => Επεξεργασία
- edition => έκδοση
- edition de luxe => Έκδοση πολυτελείας
- editioner => εκδότης
Definitions and Meaning of edited in English
edited (s)
improved or corrected by critical editing
edited (imp. & p. p.)
of Edit
FAQs About the word edited
<br> επεξεργασμένο<br>
improved or corrected by critical editingof Edit
τροποποιημένος,συνταγμένος,εκτυπωμένο,δημοσιευμένα,διαβάζω,Επανασχεδιάστηκε,αναθεωρημένο,επανεξετασμένο,σχολιασμένο,γυαλισμένο
Άσχημα προσαρμοσμένο
edit out => επεξεργασία έξω, edit => Επεξεργασία, edison => Έντισον, edirne => Αδριανούπολη, edingtonite => εδιγκτονίτης,