Greek Meaning of touched up
τροποποιημένο
Other Greek words related to τροποποιημένο
- <br> επεξεργασμένο<br>
- τελειοποιημένος
- γυαλισμένο
- διαβάζω
- Επανασχεδιάστηκε
- ανανεωμένο
- αναθεωρημένο
- επανεξετασμένο
- υποεπιμέλεια
- τροποποιημένος
- σχολιασμένο
- συνταγμένος
- διορθωμένο
- διορθωμένο
- διορθωμένο
- βγήκε έξω
- εκδόθηκε
- εκτυπωμένο
- δημοσιευμένα
- διορθωμένο
- επανεκδόθηκε
- Εγγεγραμμένος
- συντομευμένο
- ανθολογημένο
- γράφτηκε με μπλε μολύβι
- συλλεγέν
- απορροφημένος
- ελεγμένο γεγονός
- αντιγραμμένο
- σημειωμένο με κόκκινο μολύβι
- πειραγμένο
Nearest Words of touched up
- touched off => πυροδότησε
- touched down => Προσγειώθηκε
- touched (on) => άγγιξε (πάνω σε)
- touched (on or upon) => αγγιχθεί (πάνω ή πάνω)
- touch base (with) => έρχομαι σε επαφή (με κάποιον)
- touch (on) => αγγίζω (σε)
- touch (on or upon) => αγγίζω (ή αγγίζω)
- totting (up) => Πρόσθεση
- totters => ταλαντεύεται
- tots => Νήπια
Definitions and Meaning of touched up in English
touched up
to stimulate by or as if by a flick of a whip, to improve or perfect by small additional strokes or alterations, to improve by or as if by small changes, an act or instance of touching up
FAQs About the word touched up
τροποποιημένο
to stimulate by or as if by a flick of a whip, to improve or perfect by small additional strokes or alterations, to improve by or as if by small changes, an act
<br> επεξεργασμένο<br>,τελειοποιημένος,γυαλισμένο,διαβάζω,Επανασχεδιάστηκε,ανανεωμένο,αναθεωρημένο,επανεξετασμένο,υποεπιμέλεια,τροποποιημένος
No antonyms found.
touched off => πυροδότησε, touched down => Προσγειώθηκε, touched (on) => άγγιξε (πάνω σε), touched (on or upon) => αγγιχθεί (πάνω ή πάνω), touch base (with) => έρχομαι σε επαφή (με κάποιον),