Greek Meaning of recopied
αντιγραμμένο
Other Greek words related to αντιγραμμένο
- συντομευμένο
- συνταγμένος
- απορροφημένος
- εκδόθηκε
- εκτυπωμένο
- δημοσιευμένα
- πειραγμένο
- τροποποιημένος
- σχολιασμένο
- ανθολογημένο
- γράφτηκε με μπλε μολύβι
- συλλεγέν
- διορθωμένο
- διορθωμένο
- βγήκε έξω
- διαβάζω
- διορθωμένο
- σημειωμένο με κόκκινο μολύβι
- επανεκδόθηκε
- διορθωμένο
- ελεγμένο γεγονός
- τελειοποιημένος
- γυαλισμένο
- Εγγεγραμμένος
- υποεπιμέλεια
- τροποποιημένο
Nearest Words of recopied
- reconveying => Μεταφορά πίσω
- reconveyed => επαναδιαβιβάστηκε
- reconvening => επανασύγκληση
- reconvenes => επανασυγκαλεί
- reconvened => επανασυγκροτήθηκε
- reconstructs => Ανακατασκευάζει
- reconstructions => ανακατασκευές
- reconstructing => ανακατασκευή
- reconstructible => Ανακατασκευάσιμος
- reconstituting => ανασυνθέτοντας
Definitions and Meaning of recopied in English
recopied
to copy (something) again
FAQs About the word recopied
αντιγραμμένο
to copy (something) again
συντομευμένο,συνταγμένος,απορροφημένος,εκδόθηκε,εκτυπωμένο,δημοσιευμένα,πειραγμένο,τροποποιημένος,σχολιασμένο,ανθολογημένο
No antonyms found.
reconveying => Μεταφορά πίσω, reconveyed => επαναδιαβιβάστηκε, reconvening => επανασύγκληση, reconvenes => επανασυγκαλεί, reconvened => επανασυγκροτήθηκε,