FAQs About the word reconveying

Μεταφορά πίσω

to convey back or again, to convey back to a previous position or owner

αντικαθιστώντας,επιστρέφοντας,Αποκατάσταση

λήψη,Απομάκρυνση

reconveyed => επαναδιαβιβάστηκε, reconvening => επανασύγκληση, reconvenes => επανασυγκαλεί, reconvened => επανασυγκροτήθηκε, reconstructs => Ανακατασκευάζει,