Greek Meaning of reconsecrating

επανακαθεύσμ

Other Greek words related to επανακαθεύσμ

Definitions and Meaning of reconsecrating in English

reconsecrating

to consecrate (something) again

FAQs About the word reconsecrating

επανακαθεύσμ

to consecrate (something) again

ευλογία,καθαρισμός,καθαγιάζω,αφιερωμένο,αφοσιωμένος,αγιασμός,καθαρτικό,καθαριστικός,ιεροποίηση,αγιασμένος

βεβήλωση,βεβήλωση,Αποϊεροποίηση,,βεβήλωση,ρύπανση,μολυσματικό,βλασφημία,μόλυνση,παραβιάζοντας

reconsecrated => Επανακαθιερώθηκε, reconnecting => επανασύνδεση, reconnected => ξανασυνδέθηκε, reconnect => επανασύνδεση, reconfirmation => Επαναβεβαίωση,