Greek Meaning of sanctifying
αγιασμένος
Other Greek words related to αγιασμένος
Nearest Words of sanctifying
- sanctifyingly => (noun) καθαγιαστικός, (adjective) Καθαγιαστικά
- sanctiloquent => ιερογλωσσία
- sanctimonial => θρησκόληπτος
- sanctimonious => υποκριτής
- sanctimoniously => Ενθουσιωδώς
- sanctimoniousness => ευσέβεια ** _
- sanctimony => Αγιοφάνεια
- sanction => κυρώσεις
- sanctionary => κυρώσεις
- sanctionative => κυρωτικός
Definitions and Meaning of sanctifying in English
sanctifying (p. pr. & vb. n.)
of Sanctify
FAQs About the word sanctifying
αγιασμένος
of Sanctify
κάθαρση,καθαρισμός,επούλωση,Βελτιούμενος,καθαριστικός,Αποκατάσταση,αθώωση,τροποποίηση,εκκαθάριση,ανυψωτικός
διεφθαρμένος,ταπεινωτικός,έκλυτος,βεβήλωση,εξευτελιστικός,εξευτελιστικός,εκτροπή,δηλητηρίαση,Χρώση,παραμόρφωση
sanctify => αγιάζω, sanctifier => αγιαστής, sanctified => ηγιασμένος, sanctification => αγιασμός, sanctificate => αγιάζω,