Greek Meaning of regenerating
αναγεννητικός
Other Greek words related to αναγεννητικός
- Αναψυκτικός
- αναζωογονητικός
- ανανέωση
- Αποκατάσταση
- αναβιωτικό
- αναζωογονητικός
- επαναφόρτιση
- Αναδόμηση
- αναζωογονητικός
- ανακαίνιση
- επισκευή
- αναπλήρωση
- αναζωογονώντας
- αναζωογονητικός
- αναζωογονητικό
- μεταποίηση
- εκσυγχρονίζω
- γενική επισκευή
- ανάκτηση
- ανακαίνιση
- ανασυνθέτοντας
- Νέος σχεδιασμός
- επανεκτέλεση
- αναδιοργάνωση
- ξαναγέμισμα
- αναζωογονητικός
- ανακαίνιση
- αποκατάσταση
- αποκατάσταση
- επαναδημιουργία
- ανακαίνιση
- ανεφοδιασμός
- ενημέρωση
Nearest Words of regenerating
Definitions and Meaning of regenerating in English
regenerating (a)
that are generating anew
FAQs About the word regenerating
αναγεννητικός
that are generating anew
Αναψυκτικός,αναζωογονητικός,ανανέωση,Αποκατάσταση,αναβιωτικό,αναζωογονητικός,επαναφόρτιση,Αναδόμηση,αναζωογονητικός,ανακαίνιση
κατασταλτικός,κατάσβεση,σκλήρυνση
regenerateness => αναγεννητικότητα, regenerate => αναγεννώ, regeneracy => αναγέννηση, regency => αντιβασιλεία, regencies => αντιβασιλείες,