Greek Meaning of refilling
ξαναγέμισμα
Other Greek words related to ξαναγέμισμα
- φόρτωση
- αναζωογονητικός
- επαναφόρτωση
- Επανασυσκευασία
- αναπλήρωση
- φούσκωμα
- υπερχειλής
- φόρτιση
- κράμπαρης
- βροχή
- πλημμύρα
- λαιμαργία
- συσσώρευση
- συμφόρηση
- εμπλοκή
- υπερπλήρωση
- Συσκευασία
- Σπρώχνω
- Γέμιση
- πλημμύρα
- ογκώδης
- συνωστισμός
- συντριπτικός
- Κηρήθρα
- ψάθες
- υπερφόρτωση
- υπερχειλίζων
- διεισδυτικός
- επείγον
- εμβολισμός
- κορεστικός
- σύνθλιψη
- συμπίεση
Nearest Words of refilling
Definitions and Meaning of refilling in English
refilling (n)
filling again by supplying what has been used up
FAQs About the word refilling
ξαναγέμισμα
filling again by supplying what has been used up
φόρτωση,αναζωογονητικός,επαναφόρτωση,Επανασυσκευασία,αναπλήρωση,φούσκωμα,υπερχειλής,φόρτιση,κράμπαρης,βροχή
αιμορραγία,καθαρισμός,αποστράγγιση,σχέδιο (εκτός),εξαλείφοντας,εξαντλητικός,εξαντλητικό,κένωση,έκπλυση,αστραπή
refill => επαναγέμιση, refigure => επανυπολογίζω, referring => αναφερόμενο, referrible => αναφέριμος, referrer => παραπέμπων,