FAQs About the word extinguishing

κατάσβεση

the act of extinguishing; causing to stop burningof Extinguish

κουβέρτα,ασφυξία,κατάσβεση,σκλήρυνση,ραβδοσκοπία,βάζω έξω,ασφυκτικός,ασφυκτικός,σβήνω,

απόλυση,φλεγμονώδης,προσάναμμα,Φωτισμός,φλεγμονώδης

extinguisher => πυροσβεστήρας, extinguished => σβησμένος, extinguishable => σβήσιμο, extinguish => σβήνω, extine => Εξίνη,