Greek Meaning of extirpator

Ολοσχερής καταστροφέας

Other Greek words related to Ολοσχερής καταστροφέας

Definitions and Meaning of extirpator in English

Webster

extirpator (n.)

One who extirpates or roots out; a destroyer.

FAQs About the word extirpator

Ολοσχερής καταστροφέας

One who extirpates or roots out; a destroyer.

καταργώ,εξαλείφω,σβήνω,ακυρώνω,σβήνω,διαγράφω,Εκκαθάριση,εξαλείφω,σβήνω,καθαρίζω (πάνω)

χτίζω,διατηρώ,Δημιουργήσετε,διατηρώ,προστατεύω,αποθήκευση,κατασκευή,φτιάχνω,επισκευή,σφυρηλατώ

extirpative => εξαλειπτικός, extirpation => εξόντωση, extirpated => εκριζώθηκε, extirpable => εξολοθρεύσιμος, extirp => εξολοθρεύω,