Greek Meaning of sweep (away)

Σαρώστε (μακριά)

Other Greek words related to Σαρώστε (μακριά)

Definitions and Meaning of sweep (away) in English

sweep (away)

to destroy or remove (something) completely

FAQs About the word sweep (away)

Σαρώστε (μακριά)

to destroy or remove (something) completely

καταργώ,εξαλείφω,σβήνω,σβήνω,Διακοπή ρεύματος,σβήνω,ακυρώνω,σβήνω,διαγράφω,Εκκαθάριση

χτίζω,διατηρώ,Δημιουργήσετε,φόρμα,φτιάχνω,διατηρώ,προστατεύω,αποθήκευση,κατασκευή,φτιάχνω

sweaty => ιδρωμένος, sweatshops => εργαστήρια εκμετάλλευσης, sweats blood => παλεύει σκληρά, sweating out => ιδρώτας, sweating blood => ιδρώνει αίμα,