Greek Meaning of extinguishable
σβήσιμο
Other Greek words related to σβήσιμο
Nearest Words of extinguishable
Definitions and Meaning of extinguishable in English
extinguishable (a)
capable of being extinguished or killed
extinguishable (a.)
Capable of being quenched, destroyed, or suppressed.
FAQs About the word extinguishable
σβήσιμο
capable of being extinguished or killedCapable of being quenched, destroyed, or suppressed.
εξευμενιστικός,ελεγχόμενος,συγκρατημένος,χορτάτος,χορτασμένος,ικανοποιητικός,συγκρατημένος,ικανοποιημένος,χορταίνω
ασβεστος,αχόρταγος,αδιόρφωτος,αμείλικτος,Ασβεστος,δυσαρεστημένος,πρόθυμος,ανικανοποίητος,Άσβεστος,αρπακτικό
extinguish => σβήνω, extine => Εξίνη, extinction angle => Γωνία εξάλειψης, extinction => Εξαφάνιση, extinct => εξαφανισμένος,