Greek Meaning of curbed

συγκρατημένος

Other Greek words related to συγκρατημένος

Definitions and Meaning of curbed in English

curbed

an edging (as of concrete) built along a street to form part of a gutter

FAQs About the word curbed

συγκρατημένος

an edging (as of concrete) built along a street to form part of a gutter

ελεγχόμενος,ανασταλμένος,συγκρατημένος,υπολογισμένος,εσκεμμένος,με αυτοπειθαρχία ,μετρημένος,μέτριος,αυτοελεγχόμενος, εγκρατής,αυτοθυσία

υπερβολικός,ακραίο,υπερβολικός,παράλογος,ριζοσπαστικός,παράλογος,φανατικός,υπερβολικός,ακραίος,χαλιναγώγητος

curatives => θεραπείες, curates => επιμελητής, curés => ιερείς, curé => Ιερέας, cups => κούπες,