Greek Meaning of fanatical

φανατικός

Other Greek words related to φανατικός

Definitions and Meaning of fanatical in English

Wordnet

fanatical (s)

marked by excessive enthusiasm for and intense devotion to a cause or idea

Webster

fanatical (a.)

Characteristic of, or relating to, fanaticism; fanatic.

FAQs About the word fanatical

φανατικός

marked by excessive enthusiasm for and intense devotion to a cause or ideaCharacteristic of, or relating to, fanaticism; fanatic.

ενθουσιώδης,ανεμιστήρας,εραστής,Μανιακός,εθισμένος,Θαυμάστρια,λάτρης,μπάφερ,Σφάλμα,συλλέκτης

κριτικός,Κριτικός,μη φανατικός,γκρινιάρης,μειωτής,μη θαυμαστής

fanatic => φανατικός, fanaloka => Φαναλόκα, fanal => Φανός, fan vaulting => Θολωτή οροφή σε σχήμα βεντάλιας, fan tracery => Βεντάιγιο,