Greek Meaning of collector
συλλέκτης
Other Greek words related to συλλέκτης
- Θαυμάστρια
- λάτρης
- ερασιτέχνης
- γνώστης
- αφοσιωμένος
- Δilletant
- ενθουσιώδης
- ειδικός
- ανεμιστήρας
- θαυμαστής
- εραστής
- εθισμένος
- οπαδός
- συνήγορος
- απόστολος
- αυθεντία
- υποστηρικτής
- μπάφερ
- Σφάλμα
- πρωταθλητής
- μετατρέπω
- λατρευτής
- μαθητής
- Ευαγγελιστής
- εκθέτης
- φανατικός
- Πιο κομψό
- δαίμονας
- Ακόλουθος
- τέρας
- φίλος
- τακτικός θαμώνας
- κυνηγόσκυλο
- ναρκωμανής
- κακής ποιότητας
- Μανιακός
- εμπειρογνώμονας
- Παξιμάδι
- προστάτης
- προωθητής
- Υποστηρικτής
- οπαδός
- Λάτρης
- Ζηλωτής
- λάτρης
- θαμώνας
- ενισχυτής
- λάτρης της μόδας
- παράσιτο
- κεφάλι
- ειδικός
- μεροληπτικός
- αντάρτης
- Ρίζα
- Ευεργέτης
Nearest Words of collector
- collectivized => (συλλογικοποιημένος)
- collectivize => συλλογικοποιώ
- collectivization => κολεκτιβοποίηση
- collectivity => συλλογικότητα
- collectivistic => συλλογικιστικός
- collectivist => κολλεκτιβιστικός
- collectivism => συλλογικότητα
- collectivised => συλλογικοποιημένος
- collectivise => συλλογικοποιώ
- collectivisation => Συλλογικοποίηση
- collector of internal revenue => Εισπράκτορας εσωτερικών εσόδων
- collector's item => συλλεκτικό είδος
- colleen => κοπέλα
- college => πανεπιστήμιο
- college boy => Φοιτητής
- college girl => φοιτήτρια
- college level => Πανεπιστημιακό επίπεδο
- college man => Φοιτητής
- college of cardinals => Ιερό Κολλέγιο Καρδιναλίων
- college student => Φοιτητής
Definitions and Meaning of collector in English
collector (n)
a person who collects things
a person who is employed to collect payments (as for rent or taxes)
a crater that has collected cosmic material hitting the earth
the electrode in a transistor through which a primary flow of carriers leaves the region between the electrodes
FAQs About the word collector
συλλέκτης
a person who collects things, a person who is employed to collect payments (as for rent or taxes), a crater that has collected cosmic material hitting the earth
Θαυμάστρια,λάτρης,ερασιτέχνης,γνώστης,αφοσιωμένος,Δilletant,ενθουσιώδης,ειδικός,ανεμιστήρας,θαυμαστής
κριτικός,Κριτικός,μη φανατικός,γκρινιάρης,μειωτής,μη θαυμαστής
collectivized => (συλλογικοποιημένος), collectivize => συλλογικοποιώ, collectivization => κολεκτιβοποίηση, collectivity => συλλογικότητα, collectivistic => συλλογικιστικός,