Greek Meaning of collectivisation
Συλλογικοποίηση
Other Greek words related to Συλλογικοποίηση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of collectivisation
- collectively => συλλογικά
- collective security => Συλλογική ασφάλεια
- collective noun => Ομαδικό ουσιαστικό
- collective farm => κολχόζ
- collective bargaining => Συλλογικές διαπραγματεύσεις
- collective agreement => Συλλογική συμφωνία
- collective => συλλογικός
- collection plate => δίσκος προσφορών
- collection => συλλογή
- collecting => συλλογή
- collectivise => συλλογικοποιώ
- collectivised => συλλογικοποιημένος
- collectivism => συλλογικότητα
- collectivist => κολλεκτιβιστικός
- collectivistic => συλλογικιστικός
- collectivity => συλλογικότητα
- collectivization => κολεκτιβοποίηση
- collectivize => συλλογικοποιώ
- collectivized => (συλλογικοποιημένος)
- collector => συλλέκτης
Definitions and Meaning of collectivisation in English
collectivisation (n)
the organization of a nation or economy on the basis of collectivism
FAQs About the word collectivisation
Συλλογικοποίηση
the organization of a nation or economy on the basis of collectivism
No synonyms found.
No antonyms found.
collectively => συλλογικά, collective security => Συλλογική ασφάλεια, collective noun => Ομαδικό ουσιαστικό, collective farm => κολχόζ, collective bargaining => Συλλογικές διαπραγματεύσεις,