Greek Meaning of collectivism
συλλογικότητα
Other Greek words related to συλλογικότητα
Nearest Words of collectivism
- collectivised => συλλογικοποιημένος
- collectivise => συλλογικοποιώ
- collectivisation => Συλλογικοποίηση
- collectively => συλλογικά
- collective security => Συλλογική ασφάλεια
- collective noun => Ομαδικό ουσιαστικό
- collective farm => κολχόζ
- collective bargaining => Συλλογικές διαπραγματεύσεις
- collective agreement => Συλλογική συμφωνία
- collective => συλλογικός
- collectivist => κολλεκτιβιστικός
- collectivistic => συλλογικιστικός
- collectivity => συλλογικότητα
- collectivization => κολεκτιβοποίηση
- collectivize => συλλογικοποιώ
- collectivized => (συλλογικοποιημένος)
- collector => συλλέκτης
- collector of internal revenue => Εισπράκτορας εσωτερικών εσόδων
- collector's item => συλλεκτικό είδος
- colleen => κοπέλα
Definitions and Meaning of collectivism in English
collectivism (n)
Soviet communism
a political theory that the people should own the means of production
FAQs About the word collectivism
συλλογικότητα
Soviet communism, a political theory that the people should own the means of production
κομμουνισμός,Λενινισμός,Φιλελευθερισμός,Μαρξισμός,σταλινισμός,Μπολσεβικισμός,Φασισμός,Αριστερισμός,σοβιετισμός,απόλυτη μοναρχία
Δημοκρατία,ελευθερία,Αυτοδιοίκηση,Αυτονομία,Αυτοδιάθεση,αυτοδιοίκηση,Αυτοδιοίκηση,Κυριαρχία
collectivised => συλλογικοποιημένος, collectivise => συλλογικοποιώ, collectivisation => Συλλογικοποίηση, collectively => συλλογικά, collective security => Συλλογική ασφάλεια,