Greek Meaning of collectivism

συλλογικότητα

Other Greek words related to συλλογικότητα

Definitions and Meaning of collectivism in English

Wordnet

collectivism (n)

Soviet communism

a political theory that the people should own the means of production

FAQs About the word collectivism

συλλογικότητα

Soviet communism, a political theory that the people should own the means of production

κομμουνισμός,Λενινισμός,Φιλελευθερισμός,Μαρξισμός,σταλινισμός,Μπολσεβικισμός,Φασισμός,Αριστερισμός,σοβιετισμός,απόλυτη μοναρχία

Δημοκρατία,ελευθερία,Αυτοδιοίκηση,Αυτονομία,Αυτοδιάθεση,αυτοδιοίκηση,Αυτοδιοίκηση,Κυριαρχία

collectivised => συλλογικοποιημένος, collectivise => συλλογικοποιώ, collectivisation => Συλλογικοποίηση, collectively => συλλογικά, collective security => Συλλογική ασφάλεια,