Greek Meaning of totalism

ολοκληρωτισμός

Other Greek words related to ολοκληρωτισμός

Definitions and Meaning of totalism in English

Wordnet

totalism (n)

the principle of complete and unrestricted power in government

FAQs About the word totalism

ολοκληρωτισμός

the principle of complete and unrestricted power in government

απόλυτη μοναρχία,αυταρχισμός,κομμουνισμός,δικτατορία,Φασισμός,Ολοκληρωτισμός,Τυραννία,αυτάρκεια,Αυτοκρατία,Καισαρισμός

Δημοκρατία,ελευθερία,Αυτονομία,Αυτοδιάθεση,αυτοδιοίκηση,Αυτοδιοίκηση,Αυτοδιοίκηση,Κυριαρχία,κυριαρχία

totaliser => ολοκληρωτής, totalise => προσθέτω, totalisator => τοτο, totalis => totalis, totaling => συνολικά,