Greek Meaning of totaling

συνολικά

Other Greek words related to συνολικά

Definitions and Meaning of totaling in English

Webster

totaling (p. pr. & vb. n.)

of Total

FAQs About the word totaling

συνολικά

of Total

συγκεντρώνοντας,εξισώνοντας,μέτρηση,αρίθμηση,μέσος,ισούται,φτάνοντας,ανέρχεται (σε),---- καταγράφοντας σε,Ερχόμενος (σε)

κτίριο,ανεγείροντας,επιδιόρθωση,σχηματίζοντας,κατασκευή,ανατροφή,ανατροφή,επισκευή,κατασκευή,Δημιουργώντας

totaled => συνολικό, total parenteral nutrition => Ολική παρεντερική διατροφή, total hysterectomy => Ολική υστερεκτομή, total heat => ολική θερμότητα, total eclipse => Ολική έκλειψη,