Greek Meaning of constructing
κατασκευή
Other Greek words related to κατασκευή
- παρασκευάζω
- σχεδιάζοντας
- σχεδίαση
- εφεύρεση
- ερχόμενος με
- επινοώντας
- μαγείρεμα
- κατασκευή
- κατασκευή
- παραγωγική
- σκέψη (πάνω)
- νομισματοκοπία
- συλλαμβάνω
- Ονειροπόλημα ξύπνιοι
- ονειρευόμενος
- τύμπανο
- προληπτικός
- όραμα
- στοχαστικός
- φαντασιωνόμενος
- εκκόλαψη
- φανταζόμενος
- αυτοσχεδιάζοντας
- Μακιγιάζ
- πλαστογραφείν
- Βαμπιρισμός (πάνω)
- οπτικοποιώντας
Nearest Words of constructing
Definitions and Meaning of constructing in English
constructing
to make or form by combining or arranging parts, to set in logical order, something constructed by the mind, to draw (a geometrical figure) with suitable instruments and under specified conditions, a theoretical entity, a product of ideology, history, or social circumstances, to make or form by combining or arranging parts or elements, contrive, devise, something constructed especially by mental synthesis, to draw (a geometrical figure) with suitable instruments and under given conditions, a working hypothesis or concept
FAQs About the word constructing
κατασκευή
to make or form by combining or arranging parts, to set in logical order, something constructed by the mind, to draw (a geometrical figure) with suitable instru
παρασκευάζω,σχεδιάζοντας,σχεδίαση,εφεύρεση,ερχόμενος με,επινοώντας,μαγείρεμα,κατασκευή,κατασκευή,παραγωγική
κλωνοποίηση,αντιγραφή,αντιγραφή,Μιμούμενος (masc. sing.),μιμούμενος,πολλαπλασιασμός,αναπαραγωγή,αντιγράφοντας,αντιγραφή
constructed => κατασκευασμένος, constringed => στενεμένος, constricts => συσφίγγει, constrictors => Συμπιεστές, constraints => περιορισμοί,