Greek Meaning of consumed
καταναλώνεται
Other Greek words related to καταναλώνεται
- εξασθενημένος
- εξαντλημένος
- ελαττωμένος
- στραγγισμένος
- εξασθενημένος
- εξαντλημένος
- εξαντλημένος
- λιγότερο
- μειωμένη
- δαπανηθεί
- άνυδρος
- ψημένο
- χρεοκοπημένος
- αφυδατωμένος
- Έρημος
- ξηρός
- ξηρός
- εχθρικός
- άψυχο
- άνυδρος
- σοτάρω
- ξερός
- Διψασμένος
- Ακαλλιέργητο
- άνυδρος
- ξεραμένος
- ακατάλληλος για καλλιέργεια
- εξαντλημένος
- άγονο
- άχαρος
- οστεώδης
- νεκρός
- έρημος
- σκληρός
- φτωχοποιημένος
- στείρος
- ξερός
- φτωχός
- σκληρός
- ηλιοκαμένο
- άγονη
- μη παραγωγικός
- Απορρίματα
Nearest Words of consumed
Definitions and Meaning of consumed in English
consumed
to eat or drink up, to engage fully, to utilize as a customer, use up, spend, to destroy by or as if by fire, to do away with completely, to use as a customer, to spend wastefully, to enjoy avidly, use up, to utilize economic goods, to take up the interest or attention of, to waste or burn away, to eat or drink especially in great quantity
FAQs About the word consumed
καταναλώνεται
to eat or drink up, to engage fully, to utilize as a customer, use up, spend, to destroy by or as if by fire, to do away with completely, to use as a customer,
εξασθενημένος,εξαντλημένος,ελαττωμένος,στραγγισμένος,εξασθενημένος,εξαντλημένος,εξαντλημένος,λιγότερο,μειωμένη,δαπανηθεί
γόνιμος,καρποφόρος,παραγωγικός,πλούσιος,καλλιεργήσιμος,Πράσινο,πλούσιος,πολυτελής,Αρόσιμη,πράσινος
consulting => διαβούλευση, consulted => συμβουλεύτηκε, consultants => σύμβουλοι, consuls => πρόξενοι, construing => Ερμηνεία,