Greek Meaning of tillable

Αρόσιμη

Other Greek words related to Αρόσιμη

Definitions and Meaning of tillable in English

Wordnet

tillable (s)

(of farmland) capable of being farmed productively

Webster

tillable (a.)

Capable of being tilled; fit for the plow; arable.

FAQs About the word tillable

Αρόσιμη

(of farmland) capable of being farmed productivelyCapable of being tilled; fit for the plow; arable.

καλλιεργήσιμος,γόνιμος,καρποφόρος,παραγωγικός,πλούσιος,Πράσινο,πλούσιος,πολυτελής,δασικός,πράσινος

άγονο,οστεώδης,νεκρός,έρημος,σκληρός ,φτωχοποιημένος,στείρος,άψυχο,φτωχός,σκληρός

till => μέχρι, tiliomycetes => Τιλιωμύκητες, tiling => Πλακάκι, tiliaceous => Φιλύρα, tiliaceae => Φλαμουριές,