Greek Meaning of bleak
άχαρος
Other Greek words related to άχαρος
- κρύος
- σκοτεινός, -ή, -ό
- σκοτείνιασμα
- καταθλιπτικός
- καταθλιπτικός
- έρημος
- γκρι
- γκρί
- μοναχικός
- μοναχικός
- νοσηρός
- θολό
- επίσημος
- σκοτεινός
- μπλε
- Κατηφής
- χιλι
- συννεφιασμένος
- άχαρος
- καταθλιπτικός
- απελπισμένος
- φρικτός
- απαρηγόρητος
- καταθλιπτικό
- ζοφερός
- Θλιβερός
- ελεγειακός
- εγκαταλελειμμένος
- κηδεία
- μελαγχολικός
- σκυθρωπός
- ξεχασμένος από το θεό
- ζοφερός
- σκυθρωπός
- μελαγχολία
- κατσούφης
- καταπιεστικός
- λυπημένος
- Σατουρνικός
- ταφικός
- σκοτεινός
- κατσούφης
- σκοτεινός
- δυστυχισμένος
- ζοφερός
- κιμμέριος
- Άχρωμο
- απογοητευμένος
- απογοητευμένος
- αχνός
- Αμήχανος
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- οδυνηρός
- οδυνηρός
- κατσούφης
- κάτω
- μονότονο
- γερμένο
- βαρετό
- ελεγειακός
- απελπισμένος
- απελπισμένος
- απαρηγόρητος
- θλιβερός
- Χαμηλός
- μελαγχολικός
- απειλητικός
- άχαρος
- θλιβερός
- αρνητικός
- απαισιόδοξος
- θρηνητικός
- πλουτώνιος
- λυπημένος
- δίχως ήλιο
- σκοτεινός
- απειλητικός
- αναστατωτικός
- θλιβερός
- θλιβερός
Nearest Words of bleak
Definitions and Meaning of bleak in English
bleak (s)
offering little or no hope
providing no shelter or sustenance
unpleasantly cold and damp
bleak (a.)
Without color; pale; pallid.
Desolate and exposed; swept by cold winds.
Cold and cutting; cheerless; as, a bleak blast.
A small European river fish (Leuciscus alburnus), of the family Cyprinidae; the blay.
FAQs About the word bleak
άχαρος
offering little or no hope, providing no shelter or sustenance, unpleasantly cold and dampWithout color; pale; pallid., Desolate and exposed; swept by cold wind
κρύος,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτείνιασμα,καταθλιπτικός,καταθλιπτικός,έρημος,γκρι,γκρί,μοναχικός,μοναχικός
φωτεινό,πλευστό,χαρούμενος,χαρούμενος,ελπιδοφόρος,φιλικός,εορταστικός,φιλικός,ομοφυλόφιλος,χαρούμενος
bleaching powder => χλωρίνη, bleaching earth => γη λαμπρύνσεως, bleaching clay => Χλωριτικό άργιλο, bleaching agent => Λευκαντικό, bleaching => λεύκανση,