Greek Meaning of saturnine
Σατουρνικός
Other Greek words related to Σατουρνικός
- άχαρος
- μπλε
- κρύος
- σκοτεινός, -ή, -ό
- σκοτείνιασμα
- καταθλιπτικός
- καταθλιπτικός
- έρημος
- γκρι
- γκρί
- μοναχικός
- μοναχικός
- νοσηρός
- κατσούφης
- θολό
- επίσημος
- σκοτεινός
- κατσούφης
- Κατηφής
- χιλι
- κιμμέριος
- συννεφιασμένος
- άχαρος
- καταθλιπτικός
- φρικτός
- απαρηγόρητος
- καταθλιπτικό
- ζοφερός
- Θλιβερός
- ελεγειακός
- εγκαταλελειμμένος
- κηδεία
- μελαγχολικός
- σκυθρωπός
- απελπισμένος
- σκυθρωπός
- μελαγχολικός
- μελαγχολία
- καταπιεστικός
- πλουτώνιος
- λυπημένος
- ταφικός
- σκοτεινός
- σκοτεινός
- ζοφερός
- Άχρωμο
- απογοητευμένος
- απελπισμένος
- απογοητευμένος
- αχνός
- Αμήχανος
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- αποθαρρυντικός
- οδυνηρός
- οδυνηρός
- κατσούφης
- κάτω
- μονότονο
- γερμένο
- βαρετό
- ελεγειακός
- ξεχασμένος από το θεό
- ζοφερός
- απελπισμένος
- απαρηγόρητος
- θλιβερός
- Χαμηλός
- χαμήλωμα
- απειλητικός
- άχαρος
- θλιβερός
- αρνητικός
- απαισιόδοξος
- θρηνητικός
- λυπημένος
- δίχως ήλιο
- σκοτεινός
- απειλητικός
- δυστυχισμένος
- αναστατωτικός
- θλιβερός
- θλιβερός
- απειλητικός
Nearest Words of saturnine
Definitions and Meaning of saturnine in English
saturnine (s)
bitter or scornful
showing a brooding ill humor
saturnine (a.)
Born under, or influenced by, the planet Saturn.
Heavy; grave; gloomy; dull; -- the opposite of mercurial; as, a saturnine person or temper.
Of or pertaining to lead; characterized by, or resembling, lead, which was formerly called Saturn.
FAQs About the word saturnine
Σατουρνικός
bitter or scornful, showing a brooding ill humorBorn under, or influenced by, the planet Saturn., Heavy; grave; gloomy; dull; -- the opposite of mercurial; as,
άχαρος,μπλε,κρύος,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτείνιασμα,καταθλιπτικός,καταθλιπτικός,έρημος,γκρι,γκρί
φωτεινό,πλευστό,χαρούμενος,χαρούμενος,ελπιδοφόρος,φιλικός,εορταστικός,φιλικός,ομοφυλόφιλος,χαρούμενος
saturniidae => Κροκωτοί, saturniid moth => Σατουρνίδες, saturniid => Κρόνου, saturnicentric => σατουρνοκεντρικό, saturnian => σάτουρνιος,