Greek Meaning of louring
απειλητικός
Other Greek words related to απειλητικός
- συννεφιασμένος
- σκοτεινός
- θολό
- βαρύς
- συννεφιασμένος
- μαυρισμένος
- άχαρος
- συννεφιασμένος
- αχνός
- αμυδρό
- βαρετό
- σκοτεινός
- Θολωμένος
- ομιχλώδης
- ασαφής
- αμυδρό
- συννεφιασμένος
- συννεφιασμένος
- θαμπός
- θαμπός
- Κατηφής
- σκοτεινός, -ή, -ό
- Σκοτεινός
- έρημος
- καταθλιπτικό
- ζοφερός
- Θλιβερός
- θαμπό
- κηδεία
- μελαγχολικός
- σκυθρωπός
- γκρι
- γκρί
- θολό
- επισκιασμένος
- ταφικός
- σκοτεινός
- σκοτεινός
- κατσούφης
Nearest Words of louring
- loured => σκοτεινός
- lounging (around or about) => χαλαρωμένο (γύρω ή περίπου)
- lounges => σαλόνια
- loungers => ξαπλώστρες
- lounged (around or about) => απλώθηκε (γύρω ή γύρω)
- lounge lizards => σαλταδόροι
- lounge (around or about) => Σαλόνι (γύρω ή γύρω)
- loudmouths => θορυβώδεις
- loudmouthed => αθυρόστομος
- lotions => λοσιόν
Definitions and Meaning of louring in English
louring
to be or become dark, gloomy, and threatening, to look sullen
FAQs About the word louring
απειλητικός
to be or become dark, gloomy, and threatening, to look sullen
συννεφιασμένος,σκοτεινός,θολό,βαρύς,συννεφιασμένος,μαυρισμένος,άχαρος,συννεφιασμένος,αχνός,αμυδρό
σαφής,αίθριος,εξαιρετικό,εκτυφλωτικός,φωτισμένο,φωτισμένο,λαμπερός,λαμπερός,ηλιόλουστος,ηλιόλουστος
loured => σκοτεινός, lounging (around or about) => χαλαρωμένο (γύρω ή περίπου), lounges => σαλόνια, loungers => ξαπλώστρες, lounged (around or about) => απλώθηκε (γύρω ή γύρω),