Greek Meaning of hazy
θολό
Other Greek words related to θολό
- συννεφιασμένος
- ομιχλώδης
- ομιχλώδης
- θολό
- βροχερός
- συννεφιασμένος
- θαμπός
- συννεφιασμένος
- διάφανο
- γαλακτώδες
- λασπωμένος
- συννεφιασμένος
- Καπνώδης
- καπνιστός
- σούπα
- παχύς
- Ομιχλώδες
- Κινηματογραφικός
- μιάσματος
- μολυσματικός
- μιάσματος
- λασπώδης
- χαμηλής ποιότητας
- αδιαφανής
- βλεννώδης
- Γρανίτα (granita)
- καπνιστός
- μουτζουρωμένος
- καπνώδης
- θυελλώδης
- Θολό
Nearest Words of hazy
Definitions and Meaning of hazy in English
hazy (s)
filled or abounding with fog or mist
indistinct or hazy in outline
hazy (n.)
Thick with haze; somewhat obscured with haze; not clear or transparent.
Obscure; confused; not clear; as, a hazy argument; a hazy intellect.
FAQs About the word hazy
θολό
filled or abounding with fog or mist, indistinct or hazy in outlineThick with haze; somewhat obscured with haze; not clear or transparent., Obscure; confused; n
συννεφιασμένος,ομιχλώδης,ομιχλώδης,θολό,βροχερός,συννεφιασμένος,θαμπός,συννεφιασμένος,διάφανο,γαλακτώδες
φωτεινό,σαφής,αίθριος,διαυγής,Καθαρός,δίκαιο,διαφανής,ηλιόλουστος,διαφανές,διαφανής
hazmat => Επικίνδυνες ουσίες, hazlitt => Χάζλιτ, hazle => φουντούκι, hazing => Εκφοβισμός, haziness => Θολότητα,