Greek Meaning of miasmatic

μολυσματικός

Other Greek words related to μολυσματικός

Definitions and Meaning of miasmatic in English

Webster

miasmatic (a.)

Alt. of Miasmatical

FAQs About the word miasmatic

μολυσματικός

Alt. of Miasmatical

μιάσματος,μιάσματος,βλεννώδης,Θολό,λασπώδης,χαμηλής ποιότητας,λασπωμένος,συννεφιασμένος,βροχερός,Γρανίτα (granita)

φωτεινό,Καθαρός,σαφής,αίθριος,διαυγής,διαφανής,αίθριος,δίκαιο,ηλιόλουστος,διαφανές

miasmata => διάχυτη ατμόσφαιρα που θεωρείτο ότι προκαλούσε ασθένειες, miasmal => μιάσματος, miasma => Μίασμα, miasm => μίασμα, miascite => Μιασκίτης,