Greek Meaning of miry

λασπώδης

Other Greek words related to λασπώδης

Definitions and Meaning of miry in English

Wordnet

miry (s)

(of soil) soft and watery

Webster

miry (a.)

Abounding with deep mud; full of mire; muddy; as, a miry road.

FAQs About the word miry

λασπώδης

(of soil) soft and wateryAbounding with deep mud; full of mire; muddy; as, a miry road.

λασπωμένος,αργιλώδης,Βρόμικος,χαμηλής ποιότητας,υδαρής,Λαμπερός,βλεννώδης,λασπώδης,Γρανίτα (granita),αγκαθωτός

αντισηπτικό,Καθαρός,Καθαρά,άμωμος,αμόλυντος,λαμπερά,άψογος,αμόλυντος,χωρίς λεκέδες,αμόλυντος

mirthless => άχαρος, mirthfulness => Χαρά, mirthfully => χαρούμενα, mirthful => χαρούμενος, mirth => χαρά,