Greek Meaning of bedraggled

αγκαθωτός

Other Greek words related to αγκαθωτός

Definitions and Meaning of bedraggled in English

Wordnet

bedraggled (s)

limp and soiled as if dragged in the mud

in deplorable condition

Webster

bedraggled (imp. & p. p.)

of Bedraggle

FAQs About the word bedraggled

αγκαθωτός

limp and soiled as if dragged in the mud, in deplorable conditionof Bedraggle

λούστηκα,στάζει,πλημμυρισμένος,κορεσμός,κορεσμένος,βρεγμένος,βρεγμένος,πλυμένο,βρεγμένος,πλημμυρισμένος

άνυδρος,Ξεκρός,ξηρός,άνυδρος,ανάποδες,ψημένο,αφυδατωμένος,ξηρός,ξερός,ξερός

bedraggle => ατημέλητος, bedrabble => βρέχω, bedquilt => πάπλωμα, bedpost => κρεβατόξυλο, bedplate => Βάση κρεβατιού,