Greek Meaning of bathed

λούστηκα

Other Greek words related to λούστηκα

Definitions and Meaning of bathed in English

Webster

bathed (imp. & p. p.)

of Bathe

FAQs About the word bathed

λούστηκα

of Bathe

στάζει,πλημμυρισμένος,κορεσμός,κορεσμένος,βρεγμένος,μούλιασμα,πλυμένο,βρεγμένος,πλημμυρισμένος,αγκαθωτός

άνυδρος,ψημένο,Ξεκρός,ξηρός,άνυδρος,ανάποδες,αφυδατωμένος,ξερός,ηλιοκαμένο,Διψασμένος

bathe => λούζω, bath water => νερό του μπάνιου, bath towel => Πετσέτα μπάνιου, bath soap => Σαπούνι μπάνιου, bath salts => Άλατα μπάνιου,