FAQs About the word bather

λουόμενος

a person who travels through the water by swimming, a person who takes a bathOne who bathes.

πλύσιμο,φούσκα,γύρος,Λάβα,χείλος,κυματισμοί,πιτσιλιά,γουργούρισμα,εκτόξευση,παφλασμός

Αφυδατώνω,ξεραίνω,ξηρός,εξατμίζω,ξεραίνω,σοτάρω,Αφυδάτωση,στύβω,Αφυγραίνω,Στέγνωμα με στάξιμο

bathed => λούστηκα, bathe => λούζω, bath water => νερό του μπάνιου, bath towel => Πετσέτα μπάνιου, bath soap => Σαπούνι μπάνιου,