Greek Meaning of baked
ψημένο
Other Greek words related to ψημένο
- λούστηκα
- υγρός
- Μουσκέματος
- στάζει
- υγρός
- υγρός
- κορεσμένος
- βρεγμένος
- μούλιασμα
- Απορροφητικός
- πλυμένο
- ποτισμένος
- βρεγμένος
- πλημμυρισμένος
- υγρός
- έβρεξε
- βρεγμένο
- πνιγμένος
- πλημμυρισμένος
- υπερχειλισμένος
- βρεγμένος
- μουσκεμένος
- σάλτσα
- βυθισμένος
- υγρικός
- Υδαρής
- κατακλύζω
- ενυδατωμένος
- πλημμυρισμένος
- βυθισμένος
Nearest Words of baked
Definitions and Meaning of baked in English
baked (s)
dried out by heat or excessive exposure to sunlight
(bread and pastries) cooked by dry heat (as in an oven)
baked (imp. & p. p.)
of Bake
FAQs About the word baked
ψημένο
dried out by heat or excessive exposure to sunlight, (bread and pastries) cooked by dry heat (as in an oven)of Bake
Ξεκρός,αφυδατωμένος,ξερός,ηλιοκαμένο,στεγνώνω στον αέρα,Έρημος,άνυδρος,πολύ ξηρός,άνυδρος,ερημικός
λούστηκα,υγρός,Μουσκέματος,στάζει,υγρός,υγρός,κορεσμένος,βρεγμένος,μούλιασμα,Απορροφητικός
bakeapple => κράνμπερι, bake => ψήνω, bajocco => Μπατζόκο, baja california => Μπάχα Καλιφόρνια, baize => μπεζάς,