Greek Meaning of brilliant
εξαιρετικό
Other Greek words related to εξαιρετικό
- φωτεινό
- εκτυφλωτικός
- φωτεινό
- φωτεινό
- λαμπερός
- λαμπερός
- λαμπερός
- υπέροχος
- χαμογελαστός
- εκθαμβωτικός
- φλεγόμενος
- τυφλωτική
- καίγοντας
- λαμπτήρας πυρακτώσεως
- σαφής
- Λαμπερός
- φλογερός
- φλεγόμενος
- αναβοσβήνει
- τρεμόπαιγμα
- λαμπερός
- λαμπερό
- λαμπερός
- Αστραφτερός
- λαμπτήρας πυρακτώσεως
- λαμπερός
- διαφανής
- Σαφής
- λαμπερός
- γυαλισμένο
- λαμπερός
- λαμπερό
- λαμπερό
- έλαμψε
- λαμπερά
- φλεγόμενος
- λαμπερός
- λαμπερός
- φλογερός
- γυαλισμένο
- φλεγόμενος
- κόσμημα
- κλεφτή
- εκτυφλωτικός
- λαμπερός
- λαμπερό
- λαμπερός
- φλογερός
- λαμπερό
- λαμπερός
- λαμπερός
- ηλιόλουστος
- λαμπερός
- κλείσιμο του ματιού
- καύση
- λαμπρό
Nearest Words of brilliant
Definitions and Meaning of brilliant in English
brilliant (s)
of surpassing excellence
having or marked by unusual and impressive intelligence
characterized by grandeur
having strong or striking color
full of light; shining intensely
clear and sharp and ringing
brilliant (p. pr.)
Sparkling with luster; glittering; very bright; as, a brilliant star.
Distinguished by qualities which excite admiration; splendid; shining; as, brilliant talents.
brilliant (a.)
A diamond or other gem of the finest cut, formed into faces and facets, so as to reflect and refract the light, by which it is rendered more brilliant. It has at the middle, or top, a principal face, called the table, which is surrounded by a number of sloping facets forming a bizet; below, it has a small face or collet, parallel to the table, connected with the girdle by a pavilion of elongated facets. It is thus distinguished from the rose diamond, which is entirely covered with facets on the surface, and is flat below.
The smallest size of type used in England printing.
A kind of cotton goods, figured on the weaving.
FAQs About the word brilliant
εξαιρετικό
of surpassing excellence, having or marked by unusual and impressive intelligence, characterized by grandeur, having strong or striking color, full of light; sh
φωτεινό,εκτυφλωτικός,φωτεινό,φωτεινό,λαμπερός,λαμπερός,λαμπερός,υπέροχος,χαμογελαστός,εκθαμβωτικός
μαυρισμένος,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτεινός,αχνός,βαρετό,σκοτεινός,μελαγχολικός,θαμπό,θολό,ασαφής
brilliancy => λαμπρότητα, brilliance => Λάμψη, brillante => λαμπρός, brillancy => λάμψη, brillance => λάμψη,