Greek Meaning of bedazzling

εκθαμβωτικός

Other Greek words related to εκθαμβωτικός

Definitions and Meaning of bedazzling in English

Webster

bedazzling (p. pr. & vb. n.)

of Bedazzle

FAQs About the word bedazzling

εκθαμβωτικός

of Bedazzle

φωτεινό,εξαιρετικό,εκτυφλωτικός,αναβοσβήνει,λαμπερό,φωτεινό,φωτεινό,λαμπερός,λαμπερό,λαμπερός

μαυρισμένος,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτεινός,σκοτεινό,Σκοτεινός,αχνός,βαρετό,σκοτεινός,μελαγχολικός,θαμπό

bedazzled => εκθαμβωμένος, bedazzle => εκθαμβωτικός, bedaze => μπερδεύω, bedaubing => λερώνω, bedaubed => λαδωμένος,