Greek Meaning of bedaubed

λαδωμένος

Other Greek words related to λαδωμένος

Definitions and Meaning of bedaubed in English

Wordnet

bedaubed (s)

ornamented in a vulgar or showy fashion

Webster

bedaubed (imp. & p. p.)

of Bedaub

FAQs About the word bedaubed

λαδωμένος

ornamented in a vulgar or showy fashionof Bedaub

στολισμένος,διακοσμημένος,ντυμένος,χτυπητός,φανταχτερός,φανταχτερός,δυνατός,διακοσμημένο,επιδεικτικός,επιτηδευμένος

αυστηρός,Γυμνός,εκτεθειμένο,απλός,σοβαρός,σκληρός,γυμνός,άκοσμος,αποκαλυμμένος,σεμνός

bedaub => λερώνω, bedashing => γοητευτικός, bedashed => θυμωμένος, bed-and-breakfast => Ξενώνας, bedamn => κρεβάτι,