FAQs About the word muted

αглуτισμένος

in a softened tone, being or made softer or less loud or clear

σιωπηλός,ήσυχος,ησυχασμένος,σιωπηλός,Ήρεμος,σιωπηλός,Γαλήνιος,σιωπηλός,ακόμα,ειρηνικός

θορυβώδης,θορυβώδης,θορυβώδης,θορυβώδης,ανήσυχος,θορυβώδης,θορυβώδης,ηχηρός,θόρυβος,βρυχιό

mute swan => Κύκνος ο βουβός, mute => βουβός, mutch => πολύ, mutawa'een => οι Μουταγουίν, mutawa => Mutawa,