Greek Meaning of mutative
μεταλλαξιογόνος
Other Greek words related to μεταλλαξιογόνος
Nearest Words of mutative
Definitions and Meaning of mutative in English
mutative (a)
of or pertaining to or marked by genetic mutation
FAQs About the word mutative
μεταλλαξιογόνος
of or pertaining to or marked by genetic mutation
αλλαγή,μετατόπιση,ποικίλλω,Προς το παρόν,βελτιώνω,μεταμορφώνω,μεταμορφώνομαι,Κλικ,καλύτερος,επιδεινώνω
σταθεροποιώ,οροπέδιο
mutatis mutandis => | Με τις δέουσες μεταβολές, mutational => μεταλλακτικό, mutation => μετάλλαξη, mutate => μεταλλάσσω, mutant gene => Μεταλλαγμένο γονίδιο,