Greek Meaning of mutilated
ακρωτηριασμένο
Other Greek words related to ακρωτηριασμένο
Nearest Words of mutilated
Definitions and Meaning of mutilated in English
mutilated (s)
having a part of the body crippled or disabled
mutilated (imp. & p. p.)
of Mutilate
FAQs About the word mutilated
ακρωτηριασμένο
having a part of the body crippled or disabledof Mutilate
εξετάζω,ανάπηρος,ανάπηρος,ακρωτηριασμένος,σταματώ,εξασθενημένος,ανίκανος,χωλός,κουτσός,Παράλυτος
υγιής,κατάλληλο,υγιής,ήχος,καλά,ολόκληρος,γενναιόδωρος,robust,υγιής
muticous => άκανθος, mutic => σιωπηλός, mutessarifat => μουτεσαριφάτο, mutessarif => μουτεσαρίφης, muteness => σιωπή,