FAQs About the word mutine

στασιαστής

A mutineer., To mutiny.

No synonyms found.

No antonyms found.

mutilous => ακρωτηριασμένος, mutillidae => μιρμηγκοφθόροι σφήκες, mutilator => Ακρωτηριαστής, mutilation => ακρωτηριασμός, mutilated => ακρωτηριασμένο,